- ἐξηραμμένον
- ξηραίνω—parchperf part mp masc acc sgξηραίνω—parchperf part mp neut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μονόκλαδος — μονόκλαδος, ὁ (Α) ακέραιος, ολόκληρος κλάδος («μονόκλαδον ἀπὸ περσειδίου ἐξηραμμένον ἄξιον δραχμῶν ἕξ», πάπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + κλάδος] … Dictionary of Greek